- προοιμίου
- προοίμιονopeningneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« … Dictionary of Greek
Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με … Dictionary of Greek
κουκούλι — Βλ. λ. βόμβυκας. * * * και κουκούλιο, το (ΑM κουκούλιον, Μ και κουκούλλιον) 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, κουκούλα, κεφαλόδεσμος 2. (στο Βυζάντιο) (ο τ. κουκούλιο[ν]) ειδική ονομασία τού προοιμίου τών κοντακίων νεοελλ. 1. μαλακή θήκη που παράγεται… … Dictionary of Greek
προδιοίκησις — ήσεως, ἡ, Α [προδιοικῶ] εκ τών προτέρων διακανονισμός, η εκ τών προτέρων διευθέτηση, προπαρασκευή («ἡ τέχνη τοῡ προοιμίου προδιοίκησις τοῡ παντὸς ἀγῶνος», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek